πεντηκοντομέσοδμος

πεντηκοντομέσοδμος
-ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον
«πολύστεγον
αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντομέσοδμον — πεντηκοντομέσοδμος with fifty stories masc/fem acc sg πεντηκοντομέσοδμος with fifty stories neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταμέσοδμον — τὸ, Α βλ. πεντηκοντομέσοδμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”